- ἁνυστόν
- ἀνυστόν , ἀνυστόςto be accomplishedmasc/fem acc sgἀνυστόν , ἀνυστόςto be accomplishedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνυστόν — ἀνυστός to be accomplished masc/fem acc sg ἀνυστός to be accomplished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυστός — ἀνυστός, όν (Α) [ανύω] 1. κατορθωτός 2. επιτρεπόμενος 3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» κατά το δυνατόν 4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος … Dictionary of Greek